Μορφές μοναξιάς τις ημέρες της καραντίνας
Η μοναξιά της παλάμης
ΑΡΘΡΟ ΤΟΥ Φ. ΓΟΝΙΔΑΚΗ
Σου πήρε χρόνια να καταλάβεις το μοτίβο. Υπήρχε μια διαφωνία. Για οτιδήποτε. Συνήθως αφορούσε εσένα. Ξεκινούσαν με τα λόγια. Δεν συμφωνούσαν ποτέ. Τα λόγια γίνονταν φωνές. Άγριες, επικριτικές, απειλητικές. Κρυβόσουν στο δωμάτιο σου. Προσπαθούσες να κλείσεις τα αυτιά σου. Να πάρεις αγκαλιά τα λούτρινα ζωάκια σου και να χαθείς στο φανταστικό κόσμο σας. Εκεί που τα ζωάκια γίνονταν πραγματικοί φίλοι, προστάτες και γονείς. Εκεί που οι περιπέτειες ήταν ακίνδυνες, αστείες και κατευθυνόμενες από το μυαλό σου. Μα οι φωνές γίνονταν χαστούκια, σπρωξίματα και βρισιές. Αυτές οι ειδικές βρισιές που συνόδευαν πάντα τη βίαιη κίνηση της παλάμης Πεταγόσουν έξω από το δωμάτιο και έτρεχες στο σαλόνι να τους χωρίσεις. Να σταματήσεις το φόβο και την οδύνη της ενοχής σου. Ποιανού το μέρος να πάρεις; Ποιος είχε δίκιο και ποιος άδικο; Πώς να αντέξεις για άλλη μια φορά να σηκώσεις εσύ στο κορμί σου το βάρος της αποτυχίας τους; Όταν το δέρμα σου πονούσε από τα χτυπήματά τους, όταν τα αυτιά σου πληγώνονταν από τα λόγια τους, όταν τα μάτια σου τρόμαζαν από την απειλή στο βλέμμα τους πως να καταλάβεις αν έφταιγες εσύ και για αυτό τον καβγά ή όχι;
Πολλά χρόνια μετά είπες “ότι εγώ επιλέγω για τη ζωή μου” και έφυγες. Και γέμισες περηφάνια για την απόφασή σου. Εσύ είχες τον έλεγχο της ζωής σου. Ήταν δική σου απόφαση να ζήσεις διαφορετικά. Μέχρι το επόμενο χαστούκι. Τότε που συνειδητοποίησες ότι φεύγοντας από το πρώτο σπίτι είχε τρυπώσει μέσα στο σακίδιο σου η αηδιαστική κατσαρίδα της πρώιμης εμπειρίας. Έφυγες ξανά και ξανά. Κάνοντας πάντα νέες αρχές. Χωρίς ποτέ να κατορθώσεις να πείσεις ολοκληρωτικά τον εαυτό σου ότι όταν τα συναισθήματα βράζουν η βία δεν είναι δικαιολογημένη.
Τώρα είσαι και εσύ γονιός. Και τα δικά σου λούτρινα ζωάκια έχουν ξεφτίσει. Ο φανταστικός σου κόσμος δυστυχώς δεν σε δέχεται πια γιατί έχεις γίνεις μέρος του εφιάλτη. Έχεις πείσει τον εαυτό σου ότι έχεις βελτιωθεί. Τα παιδιά σου τα βαράς στον ποπό και όχι στο πρόσωπο και με τον άλλο σπρώχνεστε και χαστουκίζεστε χωρίς γροθιές. Ποτέ δεν κοιτάς προς τα κάτω όταν σηκώνεις το χέρι. Έτσι δεν βλέπεις τον κρίκο της αέναης αλυσίδα της βίας που γράφει το όνομά σου να φωσφορίζει γύρω από τον αστράγαλό σου.
Τις πρώτες ημέρες της καραντίνας ήταν όλα τέλεια. Σαν να είχατε πάει εκδρομή το καλοκαίρι. Μετά ήρθε η βαρεμάρα και ο εκνευρισμός. Και ο φόβος. Τα λόγια σου γίνονται πιο καυστικά από παλιά. Ο άλλος χάνει τον έλεγχο πιο συχνά και πιο έντονα τώρα. Την τελευταία φορά σε χτύπησε “κατά λάθος” με ένα ψαλίδι που σε πήρε ξώφαλτσα λίγο πιο πάνω από το φρύδι. Όταν είδε να τρέχει το αίμα από την πληγή σου σταμάτησε. Που θα πάει αυτή η κατάσταση; Βλέπεις με αγωνία τις ειδήσεις μήπως και πουν πότε θα μειωθούν τα μέτρα. Να επιστρέψετε στις δουλειά σας, να μην βλέπετε συνέχεια ο ένας τον άλλο και εσάς τα παιδιά σας. Να μπορέσεις να ξαναχαθείς στο ψέμα ότι εσύ τα έχεις καταφέρει καλύτερα στη ζωή σου από αυτούς.
Μα τα μέτρα δεν θα αποσυρθούν ούτε και σήμερα. Και εσύ πιάνεις τον εαυτό σου να νιώθει την ίδια διέγερση όπως και παλιά. Το ίδιο μείγμα αγωνίας και φόβου. Να δεις έγκαιρα τα σημάδια, να μην πεις ή να κάνεις κάτι που θα προκαλέσει ένταση. Να μην εκνευριστείς, να μην σου ξεφύγει η λάθος κουβέντα, να μην πάρεις στραβά κάτι που θα πει ο άλλος ή τα παιδιά. Να κλείσεις τα παράθυρα πριν ακούσουν οι γείτονες τις ειδικές βρισιές που συνοδεύουν την κίνηση της παλάμης. Να σταματήσεις τα παιδιά σου να μην καλέσουν τη γραμμή για την ενδοοικογενειακή βία.
Μα πάνω από όλα θέλεις να τα καταφέρεις να προλάβεις να δραπετεύσεις από την καραντίνα πριν δεις στον καθρέφτη αντί για το είδωλό σου τους γονείς σου να σε κοιτούν με κατανόηση.
ΠΗΓΗ: FACEBOOK – ΦΡΑΓΚΙΣΚΟΣ ΓΟΝΙΔΑΚΗΣ